- κοινοεργής
- κοινοεργής, -ές (AM)αυτός που έχει κοινό έργο με κάποιον άλλο, αυτός που εργάζεται από κοινού με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -εργής (< ἔργον), πρβλ. λινο-εργής, νεο-εργής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοινοεργής — working in common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινοεργῶν — κοινοεργής working in common masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
κοινοεργώ — κοινοεργῶ, έω (Μ) [κοινοεργής] ενεργώ, εργάζομαι από κοινού με άλλους («ἄμφω δὲ ἠ γαστὴρ καὶ τὸ ἧπαρ κοινοεργοῡσιν», Μελέτ.) … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek